λιλιίδες ή λειριίδες

λιλιίδες ή λειριίδες
(liliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων ποωδών φυτών. Περιλαμβάνει κυρίως πολυετείς πόες που διαθέτουν υπόγειους βολβούς και ριζώματα, απ’ όπου εκφύονται όρθιοι βλαστοί και σε μερικά γένη αναρριχώμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι βλαστοί έχουν μετασχηματιστεί σε κλαδόδια ή φυλλοκλάδια. Τα άνθη έχουν περιγόνιο με έξι σέπαλα και είναι γενικά πεταλοειδή, διατεταγμένα σε δύο σπονδύλους. Η ωοθήκη είναι τρίχωρη, με μία έως πολλές σπερμοβλάστες κατά χώρο, και ωριμάζει σε καρπό που είναι κάψα ή ράγα. Είναι διαδεδομένες στις θερμές και υποτροπικές περιοχές. Στην οικογένεια των λ. υπάγονται πολυάριθμα γένη, τα οποία περιλαμβάνουν αρκετά είδη με εδώδιμα μέρη και γνωστά λαχανικά, όπως το κρεμμύδι (Allium cepa), το σκόρδο (Allium sativum), το πράσο (Allium ampeloprasum) και το σπαράγγι (Asparagus officinalis). Ορισμένα έχουν φαρμακευτικές χρήσεις, όπως το κολχικό (Colchicum autumnale), οι βολβοί του οποίου περιέχουν τη δηλητηριώδη ουσία κολχικίνη, το Veratrum album και το Veratrum nigrum, που περιέχουν διάφορα δηλητηριώδη αλκαλοειδή, η αλόη, από τον χυμό της οποίας παράγεται με συμπύκνωση ένα καθαρτικό, ο αρκουδόβατος, από τις ρίζες του οποίου προέρχεται η σαρσαπαρίλη, και το μιγκέ (Comvallaria majalis), από το οποίο εξάγονται γλυκοσίδια με καρδιοτονωτικές ιδιότητες. Στις λ. ανήκουν και φυτά με βιομηχανικό ενδιαφέρον, κυρίως κλωστικά όπως το φόρμιο, οι ίνες του οποίου χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σχοινιών, διχτύων και χοντρών υφασμάτων, και η Aloe perfoliata, ή γένη όπως η ξανθόρροια, που δίνουν ρητίνη για βερνίκια, για βουλοκέρι και χρησιμοποιούνται στη χαρτοποιία. Επίσης πάρα πολλά είδη καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λειριίδες — Βλ. λ. λιλιίδες ή λειριίδες …   Dictionary of Greek

  • πάρις — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες ή λειριίδες και περιλαμβάνει πολυετή ποώδη φυτά με έρπον ρίζωμα που είναι ιθαγενή τής Ευρώπης και τής εύκρατης Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (herb) paris …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”